ἀκερσεκόμης

ἀκερσεκόμης
ἀκερσεκόμης
with unshorn hair
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακερσεκόμης — ἀκερσεκόμης, ο (Α) 1. ο ακούρευτος, αυτός που διατηρεί μακριά, κυματίζουσα κόμη, ο πάντα νέος (γιατί οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική ηλικία) «Φοῑβος ἀκερσεκόμης» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134) 2. νεανίας, νέος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀκερσεκόμης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Akersekomhs — Ἀκερσεκόμης, ου, ist ebenfalls ein Beyname des Apollo, allein, auch mit vorhergehendem in der Abstammung und Bedeutung einerley. Cf. Hesych. in Ἀκερσεκόμης. Gyrald. Synt. VII. p. 244 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ἀκερσεκόμαι — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc nom/voc pl (epic) ἀκερσεκόμᾱͅ , ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκερσεκόμην — Ἀκερσεκόμης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερσεκόμην — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκερσεκόμου — Ἀκερσεκόμης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερσεκόμου — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκερσεκόμῃ — Ἀκερσεκόμης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκερσεκόμῃ — ἀκερσεκόμης with unshorn hair masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”